ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ
Δ΄ ΕΛΜΕ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΓΙΑ
ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ
ΤΗΣ ΟΛΜΕ ΣΤΟΝ ΔΙΑΛΟΓΟ
ΤΗΣ ΟΛΜΕ ΣΤΟΝ ΔΙΑΛΟΓΟ
Με ανακοίνωσή του το Δ.Σ της ΟΛΜΕ ενημερώνει ότι
αποφάσισε -με οριακή πλειοψηφία ΔΑΚΕ-ΣΥΝΕΚ έξι μελών στους έντεκα- τη συμμετοχή
της Ομοσπονδίας στον Εθνικό Διάλογο για την Παιδεία.
Η άποψη αυτή των
μελών του Δ.Σ. δεν αποτελεί έκπληξη καθώς η συμπόρευση μελών των ΣΥΝΕΚ με μέλη
της ΔΑΚΕ έχει τις απαρχές της στη σύγκλιση των θέσεων του Υπουργού Παιδείας και
του κ. Φορτσάκη, τομεάρχη παιδείας της Ν.Δ. για τις «αναγκαίες μεταρρυθμίσεις»
στην εκπαίδευση.
Χαρακτηριστικά
είναι τα αποσπάσματα των λόγων Φίλη-Φορτσάκη μετά την
παρουσίαση των συμπερασμάτων της ετήσιας έκθεσης του Κέντρου Ανάπτυξης
Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ (ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ) για τα βασικά μεγέθη της εκπαίδευσης.
Υπουργός Παιδείας:
«Με συνείδηση ότι όλοι ξεκινάμε από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες για ένα
πρόβλημα που κατεξοχήν διαθλάται από ιδεολογικές αντιλήψεις ή προκαταλήψεις, το
θέμα της Παιδείας, αλλά με συνείδηση ότι πρέπει να βρούμε κοινούς τόπους για
ένα κοινό καλό έχει σημασία να υπάρξει συνεννόηση…»
Φορτσάκης: «Προσχωρώ
απόλυτα σε αυτή την προσέγγιση ότι τα σχολεία πρέπει να μείνουν μακριά από
χρησιμοθηρικούς σκοπούς (…) και οι διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες δεν
δικαιολογούν σήμερα το να μην μπορέσουμε να βρούμε ένα σταθερό πλαίσιο
συνεννόησης…»
Ο Υπουργός και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ προσπαθούν να εξασφαλίσουν
τη συναίνεση των κομμάτων του αστικού μπλοκ για να μπορεί ίσως και στο μέλλον
να τη χρησιμοποιήσει ως πρόπλασμα ευρύτερων συγκλίσεων. Αυτή η συναίνεση
φαίνεται να εξασφαλίζεται και στο συνδικαλιστικό επίπεδο από την κοινή απόφαση
μελών ΣΥΝΕΚ και ΔΑΚΕ στο Δ.Σ. της ΟΛΜΕ
Έτσι, το ΔΣ της ΟΛΜΕ συμμετέχοντας στο «διάλογο» ζητεί αυτός να έχει
συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και δηλώνει ότι η συνέχεια της παρουσίας στο
«Διάλογο» θα εξαρτηθεί από το εάν διασφαλίζονται οι αυτονόητοι όροι και οι
προϋποθέσεις που θέτει για ένα διάλογο ουσίας.
Θεωρούμε ότι δεν
υπάρχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις για έναν διάλογο για την παιδεία και το
εκπαιδευτικό σύστημα για τους παρακάτω κυρίως λόγους :
Πρώτον, η
εκπαίδευση δεν είναι «εθνική υπόθεση» καθώς σύμφωνα με τη βασική μαρξιστική
παραδοχή (την οποία σήμερα αποδέχονται και οι μη μαρξιστές) η παιδεία, μακράν από εθνική-διαταξική υπόθεση, είναι
βαθύτατα ταξική, εφόσον αναπαράγεται ή/και μετασχηματίζεται διά αυτής η
διαστρωμάτωση του κοινωνικού σχηματισμού. Επομένως, δεν υπάρχει αλλά και δεν
πρόκειται να υπάρξει κάποιο διαταξικό μοντέλο εκπαίδευσης σύμφωνα με τις
θεωρίες της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης.
Δεύτερον
ο «εθνικός» διάλογος για την παιδεία όταν έχει γίνει αποδεκτός ως βασική
επιλογή και λύση από το μεγαλύτερο μέρος των πολιτικών και των κοινωνικών
δυνάμεων, προσφέρεται στην κυβέρνηση για την εκμαίευση συναίνεσης στην
εκπαιδευτική πολιτική της. Όπως χαρακτηριστικά έγραφε εδώ και 30 χρόνια ο
Καθηγητής Μάνεσης, «Η εξουσία, κατά την αναζήτηση της συναίνεσης, χρησιμοποιεί
διάφορες μεθόδους επηρεασμού, κατάλληλες να την δημιουργήσουν ή να την
αποσπάσουν, με τη βοήθεια εμμέσων, διάχυτων, λεπτών και εσωτερικευμένων
καταναγκασμών...».
Τελευταίο, πλην όμως όχι λιγότερο σημαντικό, ο νέος ‘διάλογος’ που
έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εκτός από την ιδιότυπη οργάνωσή του και
τον πολιτικό του συμβολισμό (επικεφαλής της επιτροπής διαλόγου είναι ο γνωστός και διαπρύσιος
υπερασπιστής των αντιεκπαιδευτικών αλλαγών στο Πανεπιστήμιο επί Γιαννάκου κ.
Λιάκος, o οποίος
χαρακτήρισε τις παραστάσεις διαμαρτυρίας εναντίον του προκάτ διαλόγου
επαναστατικές πιρουέτες), έχει ένα άλλο ιδιαίτερο
χαρακτηριστικό, που σε κανέναν άλλο διάλογο δεν έχει υπάρξει: Η κυβέρνηση
αναγνωρίζει ανοιχτά τη δέσμευση και υποχρέωσή της προς τα υπερεθνικά κέντρα. Ο επικεφαλής του
διαλόγου με ξεκάθαρο τρόπο δήλωσε ότι «η κυβέρνηση είναι εξαναγκασμένη να
παίρνει υπόψη της δεσμεύσεις που προέρχονται από διεθνείς οργανισμούς, όπως ο
ΟΟΣΑ, και από τις μνημονιακές υποχρεώσεις». Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση
λέει, χωρίς περιστροφές, ότι θα πρέπει να αποδεχτούμε και να ακολουθήσουμε την
πολιτική του ΟΟΣΑ και των μνημονίων στον χώρο της εκπαίδευσης και εντός αυτών
των πλαισίων θα κινηθεί ο «διάλογος».
Συμπερασματικά, όχι
μόνο δεν υπάρχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις για συμμετοχή-συναίνεση στο
«διάλογο» αλλά θεωρούμε ότι η ΟΛΜΕ δεν είχε καν την πολιτική νομιμοποίηση για
να πάρει μια τέτοια απόφαση από τη στιγμή που το
θέμα της άρνησης συμμετοχής στο θέατρο «διαλόγου», έβαλαν στη ΓΣ των Προέδρων
(30/1) με ψήφισμά τους 22 ΕΛΜΕ και υπερψηφίστηκε από άλλες 6. Εκεί οι Πρόεδροι
των υπόλοιπων ΕΛΜΕ υποστήριξαν ότι δεν είχαν σχετική εξουσιοδότηση, μιας και το
θέμα δεν είχε τεθεί στις ΓΣ από την ΟΛΜΕ ως όφειλε.
Επομένως
το ΔΣ της ΟΛΜΕ, πρέπει να το θέσει στις επόμενες ΓΣ του κλάδου, που
αποφασίστηκε να γίνουν αμέσως μετά την απεργία στις 4 Φλεβάρη.
Ενώ
λοιπόν, ταυτόχρονα, οι από τα κάτω αντιδράσεις ενάντια στη φιέστα του κατ΄
επίφαση διαλόγου (π.χ. παρέμβαση από τις ΕΛΜΕ Θεσσαλονίκης) είχαν ξεκινήσει
αποχτώντας ιδιαίτερη δυναμική, η ΔΑΚΕ και η πλειοψηφία των μελών των ΣΥΝΕΚ,
προχώρησαν για να κλείσουν γρήγορα το θέμα, θυμίζοντας τις χειρότερες ημέρες
του κυβερνητικού συνδικαλισμού!
Για τον κόσμο της εκπαίδευσης τα πράγματα είναι ξεκάθαρα.
Θα υπερασπιστούμε, για ακόμη μια φορά, το δημόσιο σχολείο και τα μορφωτικά
δικαιώματα της νέας γενιάς με όλες μας τις δυνάμεις και θα αγωνιστούμε μαζί με
τους γονείς και τους μαθητές για την ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών που
καταστρέφουν τις ζωές μας και διαλύουν το δημόσιο σχολείο.